Αργότερα θα καταλάβαινα ότι η Μεγάλη Άμμος δεν ήταν μόνο το ομώνυμο μικρό νησί του Αιγαίου, όπου πήγαμε τις τελευταίες μας Απόκριες με την Αμαλία. Ούτε απλώς η Ελλάδα, αυτή η ατέλειωτη αλυσίδα από αμμουδιές, όπως φαντάστηκα κάποια στιγμή. Ήταν κι η άμμος-σκόνη από τα αρχαία μάρμαρα, και η κινούμενη άμμος μιας τόσο μακρόχρονης ιστορικής συνέχειας -η ίδια η ιδέα της πατρίδας που κοντεύει πια να γίνει σκόνη. Όχι, η Μεγάλη Άμμος ήταν και είναι τελικά πολλά και τίποτα, τίποτα και την ίδια στιγμή όλα μαζί. Είναι πρώτα απ’ όλα ο έρωτας, πάντα ο έρωτας, που τόσο δεσπόζει σ’ αυτό το γραπτό, με τα πολυάριθμα προσωπεία του, το ένα κρυμμένο στο εσωτερικό του άλλου, σαν τις μπάμπουσκες. Ο έρωτας ανάμεσα σ’ εμένα και στην Αμαλία, σ’ εκείνη και στον Διαμαντή, σ’ αυτόν και στη Δώρα ή ανάμεσα στον Γαβρήλο και στη Ρίτα, τη γυναίκα του δικαστή. Ο έρωτας, ναι, η μεγάλη κινούμενη άμμος μες στις μικρές ζωές μας, που όταν πέσεις στα νύχια του, ευτυχώς, κάηκες και δεν γλιτώνεις. Ο έρωτας και η άλλη όψη του νομίσματος, ο θάνατος. Αλλά η πιο Μεγάλη Άμμος είναι ασφαλώς ο χρόνος που κυλάει και η ζωή μας που φεύγει και χάνεται μέσα από τα δάχτυλά μας σαν μια χούφτα θαλασσινή άμμος – η άμμος του αιώνιου χρονομέτρου, της κλεψύδρας. Ωστόσο, την ημέρα που φτάσαμε στο νησί με την Αμαλία, αυτό το χαμένο στην ομίχλη του παρελθόντος Σάββατο του Μαρτίου, ήμουν ακόμη εντελώς ανύποπτος.