Όταν εμφανίστηκε το συγκεκριμένο βιβλίο, πολλοί το κατέταξαν στο ρεύμα του «νεορεαλισμού». Ήταν όμως κάτι εντελώς διαφορετικό. Γεννημένο από τη συνάντηση της συγγραφέως με μια πόλη που ήταν και δεν ήταν δική της, μια πόλη η οποία είχε βγει κομματιασμένη από τον πόλεμο (συνάντηση και συγχρόνως αποχαιρετισμός, καθώς η Ορτέζε δεν θα επέστρεφε στη Νάπολη ουσιαστικά ποτέ), το βιβλίο αποτελεί ακριβώς το χρονικό μιας αποξένωσης. Η τραυματισμένη, σπαραγμένη πόλη γίνεται μια οθόνη πάνω στην οποία η συγγραφέας προβάλλει ό,τι η ίδια προσδιορίζει ως δική της «νεύρωση», μια νεύρωση μεταφυσική, μια αδυναμία να αποδεχτεί το πραγματικό και τη ζοφερή του υπόσταση, την τύφλωση της ζωής, μια φρίκη για τον χρόνο που διαβρώνει και καταβροχθίζει το καθετί – και συνάμα η αναγνώριση της «σκοτεινής σαγήνης» της πόλης, του κόσμου. Όλο το βιβλίο, με μια «πυρετώδη και παραισθησιακή» γραφή, αλλά και με υπερβολική ακρίβεια, συνιστά μια κραυγή ενάντια σε εκείνη τη φρίκη, από την οποία το βλέμμα (όπως εκείνο της μικρούλας Εουτζένια τη μέρα που φορά τα γυαλιά, στο πρώτο, αξέχαστο διήγημα) θα ήθελε να αποστραφεί, χωρίς ωστόσο να το κατορθώνει.
«Το βιβλίο Η θάλασσα δεν βρέχει τη Νάπολη είναι μια εκπληκτική κάθοδος στον Κάτω Κόσμο: στο βασίλειο του σκότους και των σκιών, όπου εμφανίζονται οι κάτωχρες μορφές των νεκρών. Σπανίως ένας σύγχρονος καλλιτέχνης κατόρθωσε να αποδώσει τόσο έντονα τη φασματική φύση όλων των πραγμάτων, των λόφων, της θάλασσας, των σπιτιών, των απλών αντικειμένων της καθημερινής ζωής… Η Άννα Μαρία Ορτέζε διασχίζει τον Άδη, αφήνοντας στα πράγματα και στις μορφές ένα αλλοπαρμένο και γλυκύτατο βλέμμα, τρομερό λόγω του ότι είναι γλυκό, ένα βλέμμα που συλλαμβάνει και σκοτώνει για πάντα τον αναβρασμό της ζωής. Στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ακριβώς αυτό το βλέμμα διαπερνά την καρδιά των χαρακτήρων, αποδίδει τη μουσική και τον εσωτερικό τους χρόνο, όπως πριν από πολλά χρόνια έκανε ο Αντόν Τσέχοφ».
«Η Άννα Μαρία Ορτέζε ήταν μόνη όπως μπορεί να είναι μια πέτρα, όπως ένας σωρός από χόρτα στον κήπο. […] Ήταν μια καταπληκτική φιγούρα, η μείξη ξωτικού, μάγισσας και καλόγριας».
Πιέτρο Τσιτάτι